- πεντακιχήλιοι
- -αι, -α, Α(δωρ. τ.) βλ. πεντακισχίλιοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντακισχίλιοι — ες, α / πεντακισχίλιοι και δωρ. τ. πεντακιχήλιοι, αι, α, ΝΑ πέντε φορές χίλιοι, πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντάκις + χίλιοι] … Dictionary of Greek